Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Δεν υπάρχουν πλέον λευκές επιταγές για κανένα βουλευτή

Δεν υπάρχουν πλέον λευκές επιταγές για κανένα βουλευτή, ούτε κομματικό στέλεχος που συναινεί και βλέπει τον εαυτό του ως εφεδρεία και σιωπά περιμένοντας να αδειάσει το μπροστινό (βουλευτικό) βαγόνι.. Εξάλλου, μέρος της εξελεγκτικής διαδικασίας και της μετέπειτα αντιπροσώπευσης στο κοινοβούλιο, αποτελεί η συγκέντρωση, όχι μόνο των προβλημάτων αλλά και των προτάσεων για λύση των προβλημάτων. Αυτό είναι και το λειτούργημα  του βουλευτή, του εκλεγμένου αντιπροσώπου του εκλογικού σώματος της περιοχής του: Να συγκεντρώνει και να διυλίζει τα προβλήματα, της εκλογικής του περιφέρειας και όχι μόνο, ώστε να εντοπίζει τις αιτίες τους, και φυσικά να είναι ικανός (ικανή) να παράγει προτάσεις για νομοθετικές ρυθμίσεις που θα στοχεύουν στη λύση και όχι στην διαιώνιση των προβλημάτων.
Αντί αυτών ακούμε, συνήθως, γενικόλογες προτάσεις (με κάποιες εξαιρέσεις) που πολλές φορές αυτοί που τις αναπαράγουν, οι φερόμενοι τιμητές της λαϊκής ψήφου, δεν τις κατανοούν.  Αν και οξύμωρο για την κοινή λογική, για την Ελληνική πραγματικότητα έχει γίνει πλέον συνήθεια να καταλαμβάνονται αξιώματα και θέσεις, βάσει παλαιότητας, συγγένειας και κομματικής εγγύτητας αντί συνάφειας και γνώσης του αντικειμένου .. με τα γνωστά σε όλους μας καταστροφικά για την κοινωνία αποτελέσματα. Κλασικό παράδειγμα η κατάληψη της πλέον σημαντικής θέσης για την Ελληνική Οικονομία από ένα …συνταγματολόγο.. είναι σαν να απευθύνεται κάποιος σε ένα επαγγελματία οδηγό για μια εγχείρηση καρδιάς..
Και όμως, με την κοινωνία σε οικονομική εξαθλίωση, να περιμένει 10 χρόνια για να επανέλθει στα οικονομικά επίπεδα του 2009(!), κάποιοι συνεχίζουν να τα τρώνε, και να παράγουν αυτό που ξέρουν καλύτερα.. δημόσιες σχέσεις με γνώμονα όχι τη λύση των προβλημάτων αλλά την επανεκλογή τους. Οι γνωστοί σε όλους μας πολιτικοί μαϊντανοί, ή πρώην διάσημοι αθλητές, που δεν χάνουν ευκαιρία φωτογράφισης, προσπαθώντας να αντισταθμίσουν με αυτό τον τρόπο την πολιτική ανυπαρξία τους, και την έλλειψη προτάσεων για τα προβλήματα της περιοχής τους. Αυτό είναι και ένα από τα μειονεκτήματα της δημοκρατίας, να βασίζεται περισσότερο σε δημοφιλή άτομα και λιγότερο σε ικανά.
Και για να μην γενικολογούμε, ούτε να μακρηγορούμε, ξέρετε, άραγε, τι πιστεύουν ή τι προτείνουν οι εκλεγμένοι, οι υποψήφιοι βουλευτές και οι αυτοαποκαλούμενες πολιτικές εφεδρείες: Για την βοήθεια και αλληλεγγύη σε νεόπτωχους και άπορους; Για τις μειώσεις στις συντάξεις; Για την επερχόμενη κατάργηση των επιδομάτων και «δώρων»; Για την διάλυση της υγείας; Για τις επερχόμενες κατασχέσεις 1ης κατοικίας; Για την ανάπτυξης και για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας; …και φυσικά αν γνωρίζετε τι έχουν πράξει επί της ουσίας μέχρι σήμερα αυτοί που κατέχουν τα αξιώματα..;
Ως βουλευτές μπορούσαν και δεν έκαναν (δεν ήξεραν..δεν ήθελαν.. δεν μπορούσαν..). Γιατί η ιστορία μας κρίνει όχι μόνο για αυτά που πράξαμε αλλά και για αυτά που μπορούσαμε να πράξουμε και δεν το κάναμε.
Τελικά τι ακριβώς ψηφίζουμε.. και πόση βαρύτητα έχει η ψήφος μας.. και τι συνέπειες έχει κάποιος (κάποια) από τις επιλογές μας που δεν έπραξε τα υποσχόμενα.
Άραγε θα δούμε πάλι τα ίδια άτομα αλλά με διαφορετικό περιτύλιγμα;
Είναι στο χέρι μας.. είναι στο χέρι μας να μην καταδικάσουμε τις επόμενες γενιές από την αδιαφορία μας.. από τα λάθη μας.. Καλή Φώτιση!

Πέτρος Βιολάκης
Υποψήφιος Διδάκτορας
Πολιτικές και Κοινωνικές Επιστήμες
Πανεπιστήμιο Exeter (Μεγ. Βρετανία)

Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Συμμετοχικότητα στην ζωή και στην κοινωνία

Η έλλειψη συμμετοχικότητας των πολιτών στην θρησκευτική, κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου είναι μια πραγματικότητα που τα τελευταία χρόνια επιβεβαιώνεται καθημερινά. Αποτυπώθηκε επίσημα στις δημοτικές εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 2010 ως αποχή, με ποσοστά της τάξεως του 38,97% (Ά Κυριακή)  και 50,75% (Β’ Κυριακή)[1]. Όμως από πού πηγάζει αυτή η αντίληψη και πού γεννήθηκε; Αποτελεί απλώς πράξη διαμαρτυρίας στις εκλογές ή ένα γενικότερο κλίμα αποξένωσης και αδιαφορίας;
Μια πρώτη, αλλά ενδελεχής, ματιά στο θέμα της έλλειψης συμμετοχικότητας στον κοινωνικό ιστό, μας οδηγεί στο περιβάλλον της οικογένειας, της παράδοσης (μέρος αυτής), της απρόσωπης κοινωνίας της μεγαλούπολης των τελευταίων 40 ετών, της παιδείας.. (ως καθώς και άλλων παραγόντων)
Όμως πώς όλα αυτά επηρεάζουν τις συνήθειες μας σήμερα και μας κάνουν λιγότερο συμμετοχικούς στην κοινωνία?
Οικογένεια – Μεγαλούπολη- Παράδοση
Στα στενά όρια της οικογένειας τα παιδιά πραγματοποιούν τα πρώτα τους βήματα, λαμβάνουν τα πρώτα εξωτερικά ερεθίσματα και διαμορφώνουν την πρωτογενή συμπεριφορά προς τον «έξω κόσμο». Οι γονείς και οι παππούδες αποτελούν το πρώτο παράγοντα μάθησης, μιας και η καθημερινή και συνεχής επαφή με το παιδί προσφέρει σε αυτό την πρώτη διδασκαλία συμπεριφοράς, λέξεων και γνώσεων.  Τα παιδιά απορροφούν και αναπαράγουν γνώση, συμπεριφορά σε ταχύτατους ρυθμούς. Εξάλλου, όπως είναι γνωστό, ο μιμητισμός – για τα παιδιά – είναι η πρώτη μορφή μάθησης.  Σε κάποιες χώρες του εξωτερικού υπάρχουν ειδικοί οργανισμοί υπό την εποπτεία του κράτους με στόχο την ενημέρωση και εκπαίδευση των γονέων για θέματα που αφορούν την ανάπτυξη και μάθηση του παιδιού.[2]
Η διαμόρφωση του χαρακτήρα συνεχίζεται και λαμβάνει άλλες διαστάσεις όταν το παιδί αρχίσει να έχει κοινωνικές επαφές, εκτός του άμεσου οικογενειακού περιβάλλοντος, οπότε μέσω της διαδικασίας σύγκρισης (του εαυτού του με άλλα άτομα) αρχίζει ΝΑ αντιλαμβάνεται καλύτερα τον εαυτό του.
Όμως τι συντελείται στην οικογένεια που οδηγεί στην  έλλειψη συμμετοχικότητας και στην μελλοντική αποχή γενικότερα;
Η αγάπη των γονιών και των παππούδων προς τα παιδιά είναι αδιαμφισβήτητη. Η αγάπη αυτή εκφράζεται με πολλούς τρόπους και κυρίως με υλικά αγαθά. Η έκφραση αγάπης με έμφαση στα υλικά αγαθά προς τα παιδιά, κατά πάσα πιθανότητα, πηγάζει από στερήσεις των γηραιότερων κατά την δική τους παιδική τους ηλικία, καθώς και από την έλλειψη χρόνου των γονέων.
Αρκεί μια απλή συσχέτιση χρόνου – μισθού για να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα την κατάσταση. Οι γονείς δουλεύουν τουλάχιστον 8 ώρες την ημέρα και αμείβονται για αυτό. Παράλληλα, στην οικία τους, έχουν να διαχειριστούν «δραστηριότητες», όπως η καθαριότητα, το μαγείρεμα κλπ. Η έλλειψη προσωπικού χρόνου προς το παιδί έρχεται να αντισταθμιστεί με ώρες εργασίας ως προς την αμοιβής των γονιών. Με άλλα λόγια οι γονείς δίνουν ένα ποσό για να αγοράσουν ένα αντικείμενο στο παιδί, για το οποίο έχουν ξοδέψει αντίστοιχο προσωπικό χρόνο που έχει αποδοθεί σε εργασία (π.χ. 25 Ευρώ για ένα παιχνίδι αντιστοιχούν με 8 ώρες εργασίας). Κατά συνέπεια ο κόπος του γονιού γίνεται μέσον ευχαρίστησης (αγορά αντικειμένου) για το παιδί.
Είναι όμως αυτό σωστό; Ποιες είναι οι συνέπειες;
Το παιδί όταν μεγαλώνει χρειάζεται πρωτίστως και τους δυο γονείς, χρειάζεται όμως και τους παππούδες.  Η ενασχόληση του παιδιού με τα αντικείμενα που λαμβάνει, είναι πολλές φορές αντιστρόφως ανάλογη με την ποσότητα των παιχνιδιών. Όσο περισσότερα παιχνίδια, τόσος λιγότερος χρόνος αφιερωμένος στο καθένα εκτός εάν οι γονείς ή οι παππούδες παίζουν μαζί του με το παιχνίδι που του αγόρασαν. Επίσης δεν είναι λίγες οι φορές που το παιδί απαιτεί αγορά οποιουδήποτε αντικειμένου μόνο και μόνο για να περάσει περισσότερο χρόνο με το γονέα (διαδικασία αγοράς). Η διεκδίκηση του κοινού χρόνου με τους γονείς είναι μια συνεχής διαδικασία, που εκ των πραγμάτων (εργασία γονιών) είναι δύσκολη. Τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας είναι αρκετά γνωστά στις περισσότερες οικογένειες. Τα παιδιά λαμβάνουν αντικείμενα αντί ποιοτικού χρόνου με τους γονείς και «εκπαιδεύονται» να μεταφράζουν την ενασχόληση και την αγάπη σε υλικά αγαθά.
Τα παιδιά, λοιπόν, μεγαλώνουν, με την προσφορά αγάπης να μεταφράζεται πολλές φορές σε παροχή καθημερινών αγαθών προς τα παιδιά, που αρκετοί γονείς στερήθηκαν στην δική τους παιδική ηλικία. Κατ’ επέκταση στο καθημερινό πρόγραμμα μιας τυπικής οικογένειας συμπεριλαμβάνεται ένα καθαρό σπίτι, ρουχισμό, φροντίδα και διατροφή προς τους μικρότερους, χωρίς όμως την συμμετοχή των μικρότερων στην διαδικασία παρασκευής η προετοιμασίας. Με άλλα λόγια τα παιδιά γίνονται αποδέκτες αγαθών από τους γονείς χωρίς να συμμετέχουν στην διαδικασία (ίσως από την υπερπροστασία των γονέων προς τα παιδιά, από την μία να μην χτυπήσουν από την άλλη να μην κάνουν ζημιά και καταστραφεί ο χρόνος και το χρήμα που διέθεσαν για να φέρουν τα διάφορα αγαθά στο σπίτι. Ίσως πάλι να αγνοούν ότι το λάθος πολλές φορές αποτελεί το μεγαλύτερο διδάσκαλος) . Το φαινόμενο γίνεται εντονότερο στις μεγάλες εορτές, ενώ αποτελεί, πια για το παιδί, το κοινωνικό πρότυπο το οποίο έχει αποτυπωθεί στο μυαλό του και μεγαλώνοντας το αναπαράγει και στην δική του οικογένεια.
Όμως τι γινόταν στις μεγάλες εορτές στις οικογένειες;
Οι μεγάλες εορτές, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, αποτελούν για την Ελληνική οικογένεια θεσμό. Αυτό σίγουρα είναι γνώριμο και ακούγεται «όμορφα», όμως τι σημαίνει αυτό; Οι εορτές αυτές αποτελούσαν αφορμή για επίσημη συνάντηση & εορτή από κοινού ολόκληρης της οικογένειας. Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν φαγητό και γλυκά για το εορταστικό τραπέζι, τα παιδιά βοηθούσαν στην διαδικασία αυτή και παράλληλα τακτοποιούσαν το σπίτι (πάλι όλοι μαζί) για να δεχθούν το χαρμόσυνο, εορταστικό γεγονός. Η όλη διαδικασία και προετοιμασία για την εκάστοτε εορτή, προσέφερε κοινό χρόνο στην οικογένεια. Τα μικρότερα παιδιά – που εκ των πραγμάτων δεν μπορούσαν να βοηθήσουν -  έβλεπαν την μητέρα τους να μαγειρεύει για την οικογένεια. Πόσοι από εμάς δεν θυμούνται την μυρωδιά από την βασιλόπιτα, τα μελομακάρονα, τους κουραμπιέδες, το τσουρέκι. Ακόμα και μια αποτυχημένη προσπάθεια (κάψιμο γλυκού) ήταν αφορμή για περισσότερο κοινό χρόνο μέσω μιας νέας διαδικασίας παρασκευής. Είναι, λοιπόν, η διαδικασία η ίδια που αποτυπώνεται στο μυαλό μας και συνδέεται με τις εορτές και την οικογένεια.
Ακόμα και τα δώρα αποδίδονταν στα παιδιά με κάποια αφορμή, είτε ονομαστική εορτή, είτε γενέθλια είτε ως έπαινος για κάποια προσπάθεια.. αλλά πάντα με κάποια αφορμή.. Κατά συνέπεια πίσω από κάθε δώρο υπήρχε κόπος, προσπάθεια ή κάποια επιβράβευση. Η αξία των δώρων, υπό αυτές τις προϋποθέσεις, δεν ήταν μόνο υλική αλλά και συναισθηματική και το δώρο είχε διαφορετική αντιμετώπιση και εκτίμηση από το παιδί σε αντίθεση με τις άλλες περιπτώσεις όπου απλώς αποσπούσε την προσοχή για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Η συχνή επίδοση δώρων (αντικειμένων) στο παιδί δεν έχει προσθετική αξία, ούτε γίνεται αντιληπτή από το παιδί, ως ενδιαφέρον και αγάπη (με εξαίρεση κάποιων αντικειμένων που αποτελούν ομαδικά παιχνίδια), αντιθέτως δημιουργούν δεσμούς εξάρτησης και πίεσης για όλο και περισσότερα αντικείμενα για να καταλήξουμε στο σημερινό «shopping therapy».
Με αυτή τη συμμετοχική διαδικασία δημιουργείται η παράδοση[3] και οι οικογενειακοί δεσμοί. Η σύγχρονη επιστήμη έρχεται να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό αυτό, με την χρήση του όρου «συναισθηματική βαθμονόμηση»[4]. Σύμφωνα με τον συγγραφέα η μνήμη του ανθρώπου είναι εντονότερη για ένα γεγονός, όταν υπάρχει συναισθηματική φόρτιση. Κατά συνέπεια όταν υπάρχει κοινός χρόνος μεταξύ γονιών – παιδιών, κατά την διάρκεια προετοιμασίας ενός γεύματος ή άλλων καθημερινών και ευχάριστων δραστηριοτήτων, οι οικογενειακοί δεσμοί συσφίγγουν και αποτυπώνονται στην μνήμη των συμμετεχόντων στην διαδικασία εντονότερα. 
Συνοψίζοντας η οικογένεια οφείλει να γίνει περισσότερο συμμετοχική, με περισσότερο κοινό χρόνο στην καθημερινότητα. Τα παιδιά καλό θα ήταν να συμμετέχουν περισσότερο στις διαδικασίες και να απολαμβάνουν αγαθά της οικογένειας. Χωρίς την συμμετοχή, η αξία των αγαθών μειώνεται και θεωρείται δεδομένη. Η διαδικασία συμμετοχής και απολαβής αποτελεί προπαρασκευαστικό στάδιο για την κοινωνία, όπου τα παιδιά ως ενήλικες καλούνται να συμμετέχουν στην κοινωνική και πολιτική ζωή.

Παιδεία
Συγκεκριμένα για τον όρο παιδεία στο παρόν κείμενο εξετάζεται μόνο το κομμάτι της εκπαίδευσης ως προς το κοινωνικό σύνολο.
 Όπως είναι γνωστό η γλώσσα αποτελεί το μέσο έκφρασης αλλά και σκέψης ενός λαού. Είναι, λοιπόν, κατανοητό ότι η βάση της σκέψης μας και της αντίληψής μας σήμερα αποτελεί αποτέλεσμα των αλλαγών στη γλώσσα (με την οποία σκεπτόμαστε) τα τελευταία 50 χρόνια. Δηλαδή οι λέξεις που διαμορφώνουν την σκέψη μας και τις οποίες χρησιμοποιούμε για την επικοινωνία μας, κατά κάποιο τρόπο «επιβίωσαν» και «προσαρμόστηκαν» ως προς το εννοιολογικό τους αντίκρισμα τα τελευταία αυτά 50 χρόνια. Ένα απλό παράδειγμα της προσαρμογής αυτής είναι μία λέξη που εκφωνείται κατά την τέλεση του μυστηρίου του γάμου: «η γυνή να φοβείται τον άντρα», όπου ο φόβος είχε το εννοιολογικό αντίκρισμα του σεβασμού. Είναι, λοιπόν, κατανοητό ότι η γλώσσα αποτελεί ένα ζωντανό «οργανισμό» που αλλάζει στο βάθος του χρόνου. Κάποιοι λόγιοι έχουν χαρακτηρίσει την γλώσσα ως κοίτασμα πολιτισμού του κάθε λαού, και πράγματι στην Ελληνική γλώσσα έχουν καταγραφεί πάνω από 5.000.000 λέξεις (βιβλίο Γκίνες) και άνω των 80.000.000 λεκτικών τύπων. 
Βέβαια όλα αυτά αφορούν το τι παραλαμβάνουμε, όμως τι προσφέρουμε εμείς στον πολιτισμό, στην παιδεία; Τι παραλαμβάνουν τα παιδιά από εμάς; Αυτές τις ερωτήσεις καλούμαστε να απαντήσουμε. Ως λαός παραλαμβάνουμε μια μεγάλη παρακαταθήκη από τους προγόνους μας, η οποία δυστυχώς μένει τις περισσότερες φορές στα χαρτιά.
Σε αυτό το σημείο να υπογραμμίσουμε ότι η ανάγκη της παιδείας ή καλύτερα της δια βίου μάθησης, χαίρει κοινής αποδοχής και αντίληψης.
Γνωστή πολιτικός αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Είναι καιρός να αρχίσουμε να κλείνουμε τις τηλεοράσεις, να συμμετέχουμε περισσότερο»
 Μήπως είναι η ίδια η τηλεόραση που ενθαρρύνει συμπεριφορές ευθυνοφοβίας και έλλειψης συμμετοχικότητας; Πώς αλλάζει την συμπεριφορά μας η τηλεόραση;
 Η συμπεριφορά του τηλεοπτικού κοινού στο τηλεοπτικό πρόγραμμα αποτελεί αντικείμενο μελέτης από αρκετές επιστήμες. Μερικά από τα κύρια χαρακτηριστικά του τηλεοπτικού προγράμματος για να είναι επιτυχημένο είναι η αμεσότητα στο μήνυμα και η διατήρηση ενδιαφέροντος, με όποιον τρόπο. Ποια είναι όμως τα αποτελέσματα της προώθησης αυτών των μηνυμάτων; Μπορεί εύκολα να διαπιστώσει κάποιος ότι η εξοικείωση του τηλεοπτικού κοινού στην αμεσότητα των μηνυμάτων ΜΕΙΩΝΕΙ την πολυπλοκότητα σκέψης και το βάθος κατανόησης. Αναπάντεχα λοιπόν εκθέτουμε τον εαυτό μας σε χειραγώγηση από μελλοντικούς επιτήδειους. Το 2ο χαρακτηριστικό του τηλεοπτικού προγράμματος, η διατήρηση ενδιαφέροντος, δρα σαν ναρκωτικό για το ανθρώπινο μυαλό, που κρατά υψηλά την περιέργεια και κατ’ επέκταση την τηλεθέαση. Η προβολή τηλεοπτικών μηνυμάτων είναι εύκολη τροφή για τον εγκέφαλο και ξεκούραστη, για τον απλό λόγω ότι ο τηλεθεατής(τρια) δεν παράγει έργο απλά παρακολουθεί… ο εγκέφαλος παράγει έργο όταν σκέφτεται, συζητά, δημιουργεί.   Μόλις το ενδιαφέρον μειωθεί έστω και λίγο… απλώς αλλάζουμε κανάλι. Αυτή η συμπεριφορά έχει μεταφερθεί από την τηλεόραση στον κοινωνικό ιστό. Τα αποτελέσματα είναι τραγικά. Οι πολίτες λαμβάνουν, πολλές φορές, πρωτογενή μηνύματα από τα Μέσα Ενημέρωσης τα οποία επεξεργάζονται βάση του «εκπαιδευμένου» ενδιαφέροντος που έχουν διαμορφώσει από την εμπειρία τους ως τηλεοπτικό κοινό και δεν μπαίνουν σε βάθος σκέψης. Με άλλα λόγια είναι περισσότερο επιρρεπείς σε πλάνη και γίνονται υποψήφια αντικείμενα χειραγώγησης «ειδικών». Οφείλουμε λοιπόν στον εαυτό μας και στους νεότερους να επιστρέψουμε στο πνεύμα και να σκεπτόμαστε «λίγο» περισσότερο, λαμβάνοντας τις ευθύνες των αποφάσεών μας. Η παιδεία ξεκινάει από τον καθένα και τη κάθε μία από εμάς, δεν αποτελεί ευθύνη μόνο των δασκάλων που πολλές φορές ξεπερνούν τα όριά τους.

Η χρήση της τηλεόραση μειώνει τη συμμετοχικότητα και μακροπρόθεσμα απομακρύνει τους ανθρώπους από την κοινωνία. Μετατρέπει τη συλλογική, συμμετοχική κοινωνία σε καταναλωτική – υλιστική ομάδοποίηση ατόμων με μόνο κοινό χαρακτηριστικό τη γεωγραφική συγκατοίκηση.
Η αρνητική επίδραση και η νέα κοινωνική διάσταση στις ανθρώπινες συμπεριφορές που προωθείται με τη χρήση της τηλεόρασης βασίζεται στη διαχείριση της τηλεόρασης και των καναλιών της. Σε τηλεοπτική ορολογία, η λέξη «Ζάπινγκ» είναι ευρέως γνωστή όπως και το εννοιολογικό της αντίκρισμα…  ενδιαφέρον αποτελεί η ανατροφοδότηση στις ανθρώπινες σχέσεις, συμπεριφορών που έχουν ξεπηδήσει από την χρήση της τεχνολογίας και επηρεάζουν την ανθρώπινη αντίληψη.. για παράδειγμα το «ζάπινγκ» αφορά την αλλαγή τηλεοπτικού καναλιού ή αλλιώς αλλαγή στο κανάλι που μας τροφοδοτεί με πληροφορίες σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Σε αντίθεση με την έντυπη πληροφόρηση – η οποία και αυτή περνάει κρίση στις μέρες μας – ο αποδέκτης των μηνυμάτων (ακροατής) θα πρέπει να ακολουθήσει τον δρόμο της πληροφορίας που έχει δημιουργήσει ο συγγραφέας, και κατ’ επέκταση να εισπράξει ένα σύνολο πληροφοριών αρκετά μεγαλύτερο και ποιοτικότερο (σε πολλές περιπτώσεις) έναντι των τηλεοπτικών πληροφοριών. Σίγουρα ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει επιλεκτικά κάποια κεφάλαια και σε ένα βιβλίο.. όμως η ευκολία που μπορεί να το πράξει είναι αρκετά μικρότερη έναντι της τηλεόρασης, όπου με το πάτημα ενός κουμπιού η αλλαγή γίνεται αυτόματα.
Το ενδιαφέρον της μεταβολής της κοινωνικής συμπεριφοράς επικεντρώνεται στην ευκολία της αλλαγής αυτής του τηλεοπτικού καναλιού ..όπου οι ακροατές δεν λαμβάνουν τα μηνύματα όπως «παραδοσιακά» γινόταν με τα βιβλία, δηλαδή με πρόλογο, κυρίως θέμα και επίλογο..
Η απομάκρυνση από αυτό το μοντέλο και η καθιέρωση του σημερινού μοντέλου αποτύπωσης ειδήσεων και πληροφοριών προκαλεί το «τεμπέλιασμα» του εγκεφάλου ως προς την επεξεργασία των πληροφοριών καθώς και την οικειοποίηση της  συγκεκριμένης διαδικασίας.
Επίσης η μερική λήψη τηλεοπτικών πληροφοριών (μιας και με το ζάπινγκ δημιουργείται ένα πάζλ από διαφορετικά κομμάτια πληροφόρησης) και παράλληλα η εξοικείωση στην εύκολη και άμεση αποκομιδή της πληροφορίας μειώνει την επεξεργαστική ικανότητα του εγκεφάλου που προτιμά την εύκολη αποτύπωση πληροφοριών ενώ αποτελεί ένα εν δυνάμει κίνδυνο για χειραγώγηση της κοινής γνώμης.
Η τηλεόραση …έχει άμεση και έμμεση επίδραση στη μελλοντική ποιότητα ζωής της κοινωνίας»[5].
Η επιρροή που δέχονται τα παιδιά από την τηλεόραση είναι ακόμα μεγαλύτερη μιας και δεν έχουν αναπτύξει ούτε υποτυπώδεις αντιστάσεις και ικανότητα επεξεργασίας πράγμα που αντικατοπτρίζεται στην σύγχυση της πραγματικότητας και του κόσμου που παρουσιάζεται στον τηλεοπτικό δέκτη.
Για το θέμα αυτό οι σύμβουλο ψυχικής υγείας είναι σαφέστατοι « ..οι γονείς βρίσκουν στην τηλεόραση μια εύκολη και ανέξοδη νταντά (μπείμπι σίτερ) […] στις ηλικίες των 2-3 ετών […] η παρακολούθηση δεν πρέπει να ξεπερνά τα 10-20 λεπτά την ημέρα […] τα ερεθίσματα που δέχονται τα μικρά παιδιά είναι πάμπολα και συχνά δύσκολο να ελεχθούν από τους μεγάλος.»[6]
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι η τηλεόραση ως μέσο είναι συνδεδεμένη (χρειάζομαι reference) με την επιρροή σε κοινωνίες που δεν είναι εξοικειωμένες με τον δυτικό τρόπο σκέψης και ζωής. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειώσουμε ότι το τελευταίο μέσο της εξάπλωσης του δυτικού τρόπου σκέψης αποτελεί το πρόγραμμα για το laptop των 100 δολαρίων, που υλοποιήθηκε υπό το ΜΙΤ (Massachusetts Institute of Technology), την Αμερικάνικη κυβέρνηση και μια σειρά εταιριών υψηλής τεχνολογίας. Άξιο προσοχής είναι το γεγονός, ότι το σύνολο των συμμετεχόντων εταιριών υψηλής τεχνολογίας στο «laptop των 100$» ήταν οι μετέπειτα πρωτοπόροι στην παραγωγή των NetBooks.

Πέτρος Βιόλακης
Υποψήφιος Διδάκτορας
Πολιτικές και Κοινωνικές Επιστήμες


ΠΗΓΕΣ:
________________________________________
[1] Υπουργείο Εσωτερικών http://ekloges-prev.singularlogic.eu/dn2010/public/index.html#{%22page%22:%22main%22}  (7/4/2011)
[2] http://www.det.nt.gov.au/parents-community/early-childhood-services/at-home-with-child/families-as-first-teachers-program
[3] (Μέρος της παράδοσης) Η γενικότερη έννοια της παράδοσης όπου εμπεριέχονται η μουσική, ο χορός καθώς και άλλα χαρακτηριστικά οφείλουν την διατήρηση και διάδοσή τους, σε μεγάλο βαθμό, στην προφορική παράδοση και στους οικογενειακούς δεσμούς.
[4] Daniel Goleman, Συναισθηματική Νοημοσύνη (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα 1998)
[5] «…has direct and indirect impact on society’s future quality of life» http://carolehicks.wordpress.com/2008/03/28/televisions-impact-on-society/
[6] 7 ΜΕΡΕΣ TV  τεύχος 1086, Νέτη Φίλια Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας, σελίδα 67