Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Τα δάκρυα πάγωσαν στο σκοτάδι..


Κράτησε λίγο στα χέρια του μια μικρή γυάλινη χιονόμπαλα.. που είχε βρει λίγο πριν σε ένα κάδο, ψάχνοντας να βρει κάτι να φάει.. μικρές γλυκιές αναμνήσεις ζέσταναν για λίγο τη ψυχή του από το κρύο.. και πριν προλάβει να το σκεφτεί δυο δάκρυα κύλησαν. Όμως τα δάκρυά του είχαν ήδη παγώσει πριν καν προλάβουν έρθουν σε επαφή με το παγωμένο χώμα.. κράτησε τη γυάλινη χιονόμπαλα σφικτά πάνω του.. παρόλο που ήταν κρύα, έβγαζε μια παράξενη ζεστή φλόγα, που δεν ήθελε για κανένα λόγο να αφήσει από τα χέρια του. 

Τα θαμπά φώτα στις παγωμένες βιτρίνες, των λιγοστών καταστημάτων, φαίνονταν μαγικά. Σχεδόν σε υπνώτιζαν. Το μούδιασμα από το κρύο, και η ρίγη που διαπερνούσε το κορμί του γινόταν, πλέον, υποφερτά. Κρατούσε, όσο του επέτρεπε το μούδιασμα, τη χιονόμπαλα σφικτά πάνω του σαν τον πολυτιμότερο θησαυρό της γης.
Ο ήχος από βήματα προς το μέρος του τον ξύπνησαν από το λήθαργο που του προκαλούσε το κρύο, και έστρεψαν το βλέμμα του στην αδύνατη γυναικεία φιγούρα που τον πλησίαζε αργά αλλά σταθερά. Ήταν μια ηλικιωμένη κυρία, με αρκετά χρόνια χαραγμένα στο πρόσωπό της, που όμως για κάποιο λόγο δεν αφαιρούσαν τίποτα από τη γλυκύτητά της. Κοντοστάθηκε, χαμογέλασε και ευχήθηκε Χρόνια πολλά. Όσο διακριτικά μπορούσε, παράχωσε μια μικρή σακούλα στη κουλουριασμένη κουβέρτα του, χαμήλωσε το βλέμμα της και έφυγε ήσυχα, με το αργό και σταθερό της βήμα, όπως ακριβώς ήρθε. Καθώς η φιγούρα της ξεμάκραινε, και προσπαθώντας να καταλάβει τι έγινε, άνοιξε με περιέργεια τη σακούλα και αντίκρισε μικρά σπιτικά καλούδια. Τα λίγα μελομακάρονα και οι κουραμπιέδες, τυλιγμένα με πολύ αγάπη στο αλουμινόχαρτο, του θύμισαν αυτούς που έκαναν οι γονείς του όταν ήταν παιδί.. η πείνα όμως δεν επέτρεπε πολλές σκέψεις. Η μυρωδιά από το ψητό με τις πατάτες που βρίσκονταν σε ένα άλλο πακέτο παρέσυραν τις σκέψεις του… Για λίγες στιγμές πίστεψε ότι βρίσκονταν πάλι στο σπίτι του.
Ήταν δύσκολα.. είχαν ήδη περάσει 3 χρόνια αλλά φαίνονταν ότι πέρασε μια μέρα.. Μέσα του πενθούσε ακόμα, τη χαμένη του ζωή.. Δε μπορούσε να το χωνέψει, πως από τη μια στιγμή στην άλλη έχασε το σπίτι του, την οικογένειά του και βρέθηκε στο δρόμο χωρίς τίποτα.. Να εξαρτάται μόνο από τη βοήθεια των προθύμων, όσων τους είχε μείνει μέσα τους λίγη ανθρωπιά.. Αλλοίμονο, αν δεν ήταν και αυτοί που θα βρίσκονταν, σκέφτηκε.. Τι τιμωρία όμως και αυτή, να πληρώνει λάθη και σπατάλες άλλων.. όμως ήξερε καλά μέσα του, ότι ήταν τα δικά του λάθη που τον οδήγησαν στη κατάσταση που βρίσκεται.. Πόσο αλήθεια μετάνιωνε που ήταν τόσο ευκολόπιστος, που επέλεγε πάντα το άμεσο συμφέρον του, αντί του συνόλου.. Ήταν, όμως, το κρύο που διαπερνούσε το σώμα του, και τα φθαρμένα του ρούχα και παπούτσια που δεν τον άφηναν να ξεχάσει τα λάθη του.. Και δεν ήταν λίγες οι νύχτες που πέρασε να κατηγορεί τον εαυτό του.. γιατί έτσι τον άφησαν να πιστεύει.. ότι φταίει ο ίδιος για όλα, ότι έχει μερίδιο ευθύνης.. και ότι τάχα, το μερίδιο ευθύνης του είναι ίδιο με αυτούς που λάμβαναν τις αποφάσεις, το ίδιο με αυτούς που παντελόνιαζαν τις μίζες.. Πόσο, όμως, ίδιο μπορεί να είναι το μερίδιο ευθύνης σε μια χώρα που η δημοκρατία κατάντησε να ισχύει μόνο τα λεπτά που έριχνε το ψηφοδέλτιο στη κάλπη.. Η απογοήτευσή του ήταν μεγάλη και η ζωή του, αν μπορεί κάποιος να τη χαρακτηρίσει έτσι, στο δρόμο αφόρητη.. Και όμως, να! Μια ηλικιωμένη κυρία, μια τελείως άγνωστη.. εμφανίστηκε σαν άγγελος μέσα στη νύχτα για να βοηθήσει.. Αμέλησε το κρύο, βγήκε από το σπίτι της, και ήρθε να μοιραστεί τα λιγοστά αγαθά της.. είδε το κοινό συμφέρον, την κοινή ανάγκη.. του συνανθρώπου της και έπραξε το αυτονόητο! Για μερικές στιγμές, αισθάνθηκε τη παρηγοριά να του ζεσταίνει πάλι τη καρδιά.. είναι τόσο σημαντικό να ξέρεις ότι δεν σε έχουν ξεχάσει.. Και με αυτές τις σκέψεις, κρατώντας σφικτά την μικρή χιονόμπαλα από τη μια, και ότι είχε περισσέψει από το μικρό γεύμα στη σακούλα από την άλλη, αποκοιμήθηκε..
Πέτρος Βιολάκης