Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018

Τη πατρίδα τη κουβαλάς μέσα σου..


Αισθάνθηκε σαν να μη πέρασε μια μέρα από τότε που αναγκάστηκε να φύγει στο εξωτερικό.. ως σαν κυνηγημένος από τη –τότε- κατάντια της πατρίδας και τη φτώχια που δεν άφηνε πολλές επιλογές.. και όμως, να, που αισθάνεται ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται… μόνο που τώρα δε φεύγει εκείνος, αλλά ο αγαπημένος του εγγονός..
Βαρύ το φορτίο τότε, βαρύ και σήμερα.. Ξαναζούσε, μέσα του, τη μετανάστευση, και παράλληλα σκεπτόταν το παιδί του που έφευγε.. Αισθανόταν ότι είχε αποτύχει. Τόσοι κόποι, τόσα χρόνια στη ξενιτιά.. Πως άλλωστε, μπορούσε να ξεχάσει τις διπλές βάρδιες στα εργοστάσια που δούλευε για «να τα φέρει βόλτα».. Τα παιδιά που τον περίμεναν να γυρίσει πως και πως, για να τον δουν λίγα λεπτά, πριν τον κυριεύσει η κούραση.. Πόσα, αλήθεια, στερήθηκε ο ίδιος, για να μη στερηθούν τα παιδιά του.. Πόσα υπέμεινε για όλα αυτά τα χρόνια.. για να μαζέψει λίγα χρήματα να πάρει ένα σπίτι στη πατρίδα.. και τώρα; Τώρα όλα έγιναν καπνός.. μια τα χαράτσια μια τα μνημόνια.. Η σύνταξη, ότι απέμεινε από αυτήν, με τα βίας φτάνει για να αγοράσει λίγα τρόφιμα και φάρμακα.. μιας και το «τό γῆρας, οὐ γάρ ἔρχεται μόνον»..  Μόνο η πίκρα από τις ψεύτικες υποσχέσεις των πολιτικών έμεινε σταθερή, σκεφτόταν, και αναστέναζε.. Πολλά λάθη κάναμε εμείς, οι παλαιοί, συλλογίστηκε, που αφήσαμε αυτούς να διαχειρίζονται τη πατρίδα μας.. Τώρα όμως είναι αργά, για το εγγόνι μου που φεύγει.. Εξάλλου, τι όνειρα να κάνει εδώ.. με τόση ανεργία, με τόσα ψέματα.. τι να πιστέψεις και τι να αφήσεις.. Τις σκέψεις του, τις διέκοψε το κουδούνι. Ήρθε το παιδί να με χαιρετίσει, σκέφτηκε, και σηκώθηκε για να ανοίξει τη πόρτα..
                Πράγματι, ήταν ο Βαγγέλης, ο εγγονός του. Μπήκε σα χείμαρρος μέσα στο σπίτι, και πριν προλάβει να μιλήσει ο παππούς τον αγκάλιασε σφικτά. Αυτή η αγκαλιά τα είπε όλα. Για λίγα δευτερόλεπτα δε μιλούσε κανείς.. δε χρειαζόταν εξάλλου πολλές κουβέντες.. τόση ήταν η συναισθηματική φόρτιση..

Ο παππούς, κοίταξε στα μάτια το Βαγγέλη, και με σταθερή φωνή, αλλά γεμάτη συγκίνηση, του λέει: «Παιδί μου, ξέρω ότι θα φύγεις, όμως μην ανησυχείς.. Παίρνεις την Ελλάδα μαζί σου.. Η πατρίδα μας, η Ελλάδα είναι σπόρος, είναι φως! Από τη στιγμή που την αφήσεις και μπει μέσα σου, και τη ποτίζεις με αγάπη και μάθηση, εκείνη θα αναπτύσσεται και θα ανθίζει» .. και συνέχισε, «όσο μακριά και αν είσαι, θα τη κουβαλάς μέσα σου, και θα ομορφαίνει και θα φωτίζει το δρόμο σου.»
Η τελευταία εικόνα του αποχωρισμού, που «πήρε μαζί του» ο Βαγγέλης, είναι το παππού στην εξώπορτα να τον χαιρετά χαμογελαστός. Μετά, να χαμηλώνει το βλέμμα και πριν προλάβει να βουρκώσει, να κρύβεται πίσω από τη πόρτα..  Ήξερε καλά μέσα του, ότι ο παππούς δε κρύφτηκε από ντροπή. Ήξερε ότι ο παππούς του δεν ήθελε να τον δυσκολέψει που έφευγε.. αναζητώντας μια καλύτερη τύχη.. σε κάποιο μέρος όπου οι άνθρωποι συνεχίζουν να κάνουν όνειρα.. και συνεχίζουν να έχουν πατρίδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου